Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θάημα — θάημα, το (Α) θέαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θέαμα] … Dictionary of Greek
θάημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)